- χρησμοδοτικός
- η , ό[ν] пророческий, вещий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησμοδοτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρησμοδότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θεμιστοπόλος — ο (Α θεμιστοπόλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος αρχ. 1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + πολος (< πέλω / ομαι),… … Dictionary of Greek
θεμιστός — θεμιστός, ή, όν (Α) [θέμις (Ι)] 1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.) 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. επίρρ... θεμιστῶς (Α) νόμιμα, δίκαια … Dictionary of Greek
λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… … Dictionary of Greek